κόλπος2,
ο, ουσ.
[<ιταλ. colpo], η αποπληξία, η συμφόρηση·
- μου
’ρθε κόλπος, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη ή φόβο από κάτι απροσδόκητο ή ξαφνικό:
«μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου ’ρθε κόλπος || όταν τον είδα να
ορμάει απάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι, μου ’ρθε κόλπος». Συνών. μου ’ρθε
ταμπλάς·
- παθαίνω
κόλπο, α. παθαίνω αποπληξία, συμφόρηση: «εκεί που μιλούσαμε, έπαθε
κόλπο και τον τρέχαμε στα νοσοκομεία». β. τρομάζω υπερβολικά,
τρομοκρατούμαι: «μόλις έστριψα στη γωνιά και πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου,
έπαθα κόλπο»·
- του
’ρθε κόλπος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, πέθανε ξαφνικά: «εκεί που
μιλούσαμε μια χαρά, του ’ρθε κόλπος και τον χάσαμε στα καλά καθούμενα». Συνών. του
’ρθε ταμπλάς.